Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης),ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη από γονείς φτωχούς και θρησκευόμενους. Ο πατέρας του πέθανε από τύφο όταν ο Γεώργιος ήταν 5 χρονών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.
Η προσωπικότητα του λογοτέχνη επηρεάστηκε από δύο μορφές: τη μητέρα του, που χήρεψε σε νεαρή ηλικία και αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να μεγαλώσει τα παιδιά της, και τον παππού του, που όχι μόνο έπαιζε μαζί του αλλά και του αφηγούνταν φανταστικές ιστορίες.
Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Μετά από 2-3 χρόνια πεθαίνει όμως ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο. Σε ηλικία 18 χρονών ταξιδεύει ως προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στη Λευκωσία. Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, φορά ράσα και τελεί ιεροψάλτης. Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο. Η Ελένη Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ως τα 40 της περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Το 1872 ο Βιζυηνός επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, βγάζει τα ράσα, θέλει να συνεχίσει τις σπουδές του αλλά δεν έχει χρήματα. Γνωρίζει τον πλούσιο τραπεζίτη κι εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον βοηθά οικονομικά.
Μαθαίνει γερμανικά και πηγαίνει στην Γερμανία όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία.
Το 1884, λόγω του θανάτου του χρηματοδότη του Γ. Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και αρχικά διορίζεται καθηγητής στο Βαρβάκειο γυμνάσιο, όπου όμως δεν έμεινε πολύ. Αργότερα λόγω οικονομικών δυσκολιών αναγκάζεται να επιστρέψει στην γενέτειρά του. Τελικά, με τη βοήθεια φίλων του, διορίστηκε καθηγητής της Δραματολογίας και Ρυθμολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Την ίδια χρονιά αρχίζουν να τον ταλαιπωρούν πόνοι από νόσημα του μυελού των οστών που του φέρνουν αυπνίες, τον καθιστούν ανίκανο να εργαστεί και τον εξαντλούν σωματικά κι οικονομικά. Την ίδια περίοδο ερωτεύεται την μαθήτρια του Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών). Ο 40χρονος Βιζυηνός φτάνει στο σημείο να τη ζητήσει σε γάμο από τη μητέρα της, η οποία αρνήθηκε, και ο Βιζυηνός επιχείρησε να απαγάγει το κορίτσι. Το επεισόδιο αυτό τον οδήγησε στο Φρενοκομείο Δρομοκαΐτου, στις 14 Απριλίου 1892, απ’ που ποτέ δεν πήρε εξιτήριο.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια, στις 15 Απριλίου 1896, πέθανε.
Leave a reply