Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Τελείωσα τη σχολή της Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στο Ε.Κ.Π.Α. Ήθελα να γίνω ιστορικός τέχνης, γιατί με ενδιέφερε το πως διαμορφώνεται το αισθητικό κριτήριο και ο τρόπος σκέψης των ανθρώπων με βάση τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής. Αυτό αποτυπώνεται στην τέχνη της κάθε εποχής και πάντα έβρισκα πολύ ενδιαφέρουσα τη μελέτη της πορείας της ανθρωπότητας μέσα από την τέχνη η οποία πέρα από λογική, εμπεριέχει και συναίσθημα. Το ίδιο συμβαίνει με έναν τρόπο και στο θέατρο.
Τα φοιτητικά μου χρόνια τα πέρασα μεταξύ της Φιλοσοφικής Σχολής και του ροζ κτηρίου της οδού Κοραή σε μια από τις θεατρικές ομάδες του Π.Ο.Φ.Π.Α. (Πολιτιστικός Όμιλος Φοιτητών Πανεπιστημίου Αθηνών). Μετά ήρθαν τα χρόνια της δραματικής σχολής «Αρχή» της Νέλλης Καρρά. Ακολούθησαν συμμετοχές σε δουλειές στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, με την ομάδα Πάλσαρ σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου, με την ομάδα UBUNTU σκηνοθεσία Ελεάννας Τσίχλη. Επίσης έχω συμμετάσχει σε διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές, ασχολούμαι με τον χορό και παρακολουθώ μαθήματα βιολιού.
Με το χορό έχω μια σχέση εξάρτησης. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν έναν τρόπο έκφρασης με το σώμα τους. Είναι αγχολυτικό, είναι ψυχοθεραπευτικό, είναι δημιουργικό. Όπως έλεγε και η Pina Bausch «Dance, dance otherwise we are lost».
Φέτος συμμετείχα σε τρεις παραγωγές. Η μία ήταν το «Poiostheleisnagineis.com», μια εφηβική παράσταση, που παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης σε παραγωγή One Two Free, η άλλη είναι «Ο Ντετέκτιβ» του Δημήτρη Χατζή στο Skrow theater σε σκηνοθεσία Μάνου Στεφανάκη και η τελευταία είναι «Οι Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά.
Και στον «Ντέτεκτιβ» και στις «Τρεις Αδερφές» κοινός προβληματισμός ήταν τα όνειρα του κάθε ανθρώπου και τι κάνεις και τι δεν κάνεις για να τα πραγματοποιήσεις. Στον «Ντέτεκτιβ», ο Χατζής καταφέρνει μέσα από μια ιστορία μυστηρίου να θέσει έναν κοινωνικό προβληματισμό, πολύ σύγχρονο στις μέρες μας. Αφορά τα όνειρα του καθενός και το κυνήγι της ευτυχίας. Πώς ο άνθρωπος εγκλωβίζεται σε ένα πρότυπο που είναι «φορεμένο» από τον κοινωνικό του περίγυρο και με αυτό αυτοπροσδιορίζει την ύπαρξή του. Υπάρχει το ερώτημα μήπως κυνηγώντας τα «μεγάλα» χάνεις την πραγματική ευτυχία που βρίσκεται κάτω από τη μύτη σου. Και οι «Τρεις Αδερφές» είναι ένα έργο -και θεωρώ ότι και η παράσταση έχει καταφέρει να το αποδώσει με τον καλύτερο τρόπο αυτό- που μιλάει με κωμικοτραγικό τρόπο για την σκληρότητα της καθημερινής ζωής, για την ελπίδα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα και πως αυτά συνθλίβονται μέσα στον κοινωνικό περίγυρο που ζούμε.
Αυτός θεωρώ είναι ο κοινός παρονομαστής και των δύο παραστάσεων, το μέλλον, τα όνειρα, οι προσδοκίες του κάθε νέου ανθρώπου, το κατά πόσο πασχίζει για την εκπλήρωσή τους και πως έρχονται οι κοινωνικοί παράγοντες και βίαια τα αναιρούν, είτε αυτό γίνεται σε βάθος χρόνου είτε σε μια στιγμή.
Και μιας και μιλάμε για όνειρα, ξέρω, είναι δύσκολες εποχές για όνειρα. Tα πάντα αλλάζουν ραγδαίως και όχι πάντα προς το καλύτερο. Υπάρχει η ανάγκη διαλόγου με τον άλλον, η ανάγκη της επαφής που στις μέρες μας έχει γίνει δύσκολη. Υπάρχει πολλή μοναξιά και σιωπή. Στόχος μου λοιπόν είναι να μπορέσω να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω όσο πιο γενναιόδωρα μπορώ. Γιατί η τέχνη είναι μια ανάσα από την καθημερινότητα. Και μετά από μια καλή παράσταση ή μια καλή ταινία νιώθεις πιο ανάλαφρος, σαν το μέσα σου να είναι πιο ήρεμο. Η τέχνη δεν μπορεί να δώσει ολοκληρωτικές απαντήσεις, μπορεί όμως να βοηθήσει σε ατομικό επίπεδο, να δώσει μια απάντηση, να προκαλέσει ένα συναίσθημα ή ακόμα και την ανάγκη προσωπικής έκφρασης με οποιονδήποτε τρόπο.
Τα πράγματα είναι δύσκολα και ο καθένας πρέπει να δώσει τη δίκη του μάχη. Χρειάζεται επιμονή, υπομονή, πίστη, ομορφιά και χιούμορ.
Leave a reply